Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ζωγάνης — ζωγάνης, ὁ (Α) δούλος ντυμένος σαν βασιλιάς σε κάποια γιορτή τής Βαβυλώνας … Dictionary of Greek
ζωγάνην — ζωγάνης slave king masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)